ποδηγίας

ποδηγίας
ποδηγίᾱς , ποδηγία
leading
fem acc pl
ποδηγίᾱς , ποδηγία
leading
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τριπλανής — ές, Α πολυπλάνητος, αυτός που έχει περιπλανηθεί πολύ («τριπλανοῡς ποδηγίας», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. πολυ πλανής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”